σουρτούκης

σουρτούκης
[суртукис] οοσ. а. бродяга.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σουρτούκης" в других словарях:

  • σουρτούκης — ο, θηλ. σουρτούκα και σουρτούκω, Ν 1. αυτός που δεν τού αρέσει να μένει στο σπίτι του αλλά να γυρίζει άσκοπα στους δρόμους 2. αλήτης 3. το θηλ. ανοικοκύρευτη, ακατάσταση γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. surtuk. To θηλ. σουρτούκω < σουρτούκης κατά …   Dictionary of Greek

  • σουρτούκης — ο θηλ. σουρτούκα (λ. τουρκ.), αλήτης, αυτός που περιφέρεται στους δρόμους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σουρτουκεύω — Ν [σουρτούκης] είμαι σουρτούκης …   Dictionary of Greek

  • σουρτουκλεμές — και σουρουκλεμές, ο, θηλ. σουρτουκλεμέ και σουρουκλεμέ, Ν σουρτούκης, αλήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουρτούκης + λεμές «αλήτης»] …   Dictionary of Greek

  • σουρτούκα — και σουρτούκω, η, Ν βλ. σουρτούκης …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»